Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παλουκάρι που τον φώναζαν κολακευτικά Αχτένιστο. Βάλθηκε από τα μικράτα του να γίνει ποιητής ήθους και σαν δεν τα κατάφερε, έφτιαξε ένα δικό του σανίδι για να ανεβάζει δικά του μονόπρακτα διαφόρων ηθών...

Η σκηνή τον σήκωσε για 30 ολόκληρα χρόνια. Τα έργα του είχαν απήχηση και έκοβε χιλιάδες εισιτήρια. Μα μια μέρα, όμως, σαν άρχισε να μεγαλώνει η λευκοστεφανωμένη φαλάκρα του, η χώρα μπήκε στην ζώνη του λυκόφωτος. Στην κεντρική σκηνή του τόπου ανέβηκε ένα έργο σε τρεις πράξεις με τίτλο «Κάτσε κάτω από το μνημόνιο». Ήταν τότε που οι θεατές σαμαρώθηκαν και σαμαρωμένοι όπως ήταν δεν μπορούσαν να απολαύσουν το θέαμα. Απαγόρευσαν και τα πασατέμπο και το κάπνισμα. Τι να σου λέω. Δεν πατούσε ψυχή…

Ο Αχτένιστος άνοιξε το κομπόδεμά του, το βρήκε γεμάτο, αλλά πλέον ούτε ο καθημερινός θεατής του, ο Τραλαλάς, δεν ερχόταν να του φέρει κατιτίς για να συνεχίσει να αυγατίζει τα φασούλια το σακούλι.

Κι αφού τα έργα του δεν φτουρούσαν, κάθισε, μελέτησε το έργο της κεντρικής σκηνής κι αφού δεν πατούσε πόδι κανείς στην αίθουσα, το έπαιζε στα παρασκήνια.  Σταμάτησε να πληρώνει τον ταμεία, την ταξιθέτρια, τον σκηνοθέτη, τους ηθοποιούς, τους μουσικούς, ακόμη και την καθαρίστρια.

Κάθε βράδυ, πριν κάνει την προσευχή του, μετρούσε το κομπόδεμα. Το ξαναμετρούσε και το έβγαζε σωστό. Και κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Έτρωγε κι ελαφρά. Και την άλλη μέρα, από τα αξημέρωτα απήγγειλε το τρίπρακτο, με στόμφο μεγάλο και αρκετά δάκρυα. Το έργο έτσι κι αλλιώς γράφτηκε σαν δράμα. Κι όταν τελείωνε, αυτοϊκανοποιημένος πήγαινε για ούζα.

Α, βέβαια. Και κάθε Κυριακή στον άγιο. Βέβαια καθόταν στα πίσω στασίδια, μην και πέσει κανένας πολυέλαιος. Έταζε του άγιου του, να του δίνει χρόνο. Χρήμα είχε. Μόνον χρόνο ήθελε. Το κερί το έβαζε στα έξοδα παραστάσεως του μαγαζιού.

Μια μέρα, όλοι όσοι περίμεναν να τους πληρώσει όσα τους χρωστούσε, κατέβασαν καντήλια και τον πήγαν στους δικαστές.

Λυπηθείτε τον Αχτένιστο, ψέλλιζε, κάθε φορά που του έριχναν εφτάψαλμο. Ήταν η αγαπημένη του ατάκα από το έργο που λέγαμε και που το είχε μάθει νεράκι. Μετά άρχισε να αυτοσχεδιάζει, εμφανίζοντας νέο ρεπερτόριο, που θα έσπαγε, τάχα μου, τα ταμεία.

Έτσι πέρασαν χρόνοι δύο. Το κομπόδεμα στη θέση του, κι οι απλήρωτοι κι οι δικαστές στο παραμύθι θεατές. Και σαν έφτασε ο κόμπος στο χτένι, ο Αχτένιστος πήρε τα μπογαλάκια του, πήρε και το παιδάκι του και το πήγε σε άλλη παραλία να παίξει με τα κουβαδάκια του. Σα να μη συνέβη τίποτα. Έβαλε και μαύρα γυαλιά να μην τον γνωρίζουν κι άρχισε να ανεβάζει ξανά το έργο του, αφού το μετονόμασε «Κάτσε μέσα στο μνημόνιο».

Δεν ξέρω αν ο Τραλαλάς τον ακολούθησε στην παραλία. Όμως, από τότε, ο άγιος της θάλασσας, αυτός ντε που του έκανε τα τάματα, κάθε πρωί του έστελνε για θεατές δεκάδες γλάρους κουτσουλοβόλους να του τραγουδάνε: Την όγδοη μέρα ο θεός έφτιαξε και τον μπαγλαμά…

Ο Μεταπαραμυθάς