Η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου ονοματοδοτείται από το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας. Είναι η ωραιότατη και γλαφυρότατη, σε ότι αφορά την διήγηση, παραβολή του Ασώτου υιού ή και του ευσπλάχνου πατρός, όπως αλλιώς αποκαλείται, από τα κύρια πρόσωπα που πρωταγωνιστούν. Όμως πίσω από τις ηθικές, συναισθηματικές και κοινωνικές εικόνες ή διαπιστώσεις της παραβολής, διακρίνεται δευτερευόντως και μία παράμετρος αυτής της ελευθερίας.

Ο εύσπλαχνος πατέρας δεν αντιτίθεται στην επιλογή του μικρότερου γιού που με την τρέλα την νεανική, με την απειρία της ζωής, κάνει την επιλογή του. Μια επιλογή που το μέλλον της, το οικτρό τέλος της το επιβεβαιώνει η εμπειρία του πατέρα του.

Η ελευθερία, το δικαίωμα της επιλογής είναι και το θέμα της Αποστολικής περικοπής που διαπραγματεύεται ο Απόστολος Παύλος. Με την σύνεση του υπεύθυνου δασκάλου απαριθμεί μια σειρά από αμαρτίες και ηθικά παραπτώματα τα οποία είναι ελεύθερος να διαπράξει ο καθένας, αλλά είναι αμφίβολο αν αυτά καθ’ εαυτά δεν καταλήγουν σε δεσμεύσεις στερητικές της ελευθερίας του.

Η ελευθερία είναι έννοια που διακατέχει την θεολογία της Ιεράς παρακαταθήκης απ’ αρχής, τόσο στην προϋπάρχουσα αυτή της Παλαιάς Διαθήκης όσο και στην ενυπάρχουσα της Καινής Διαθήκης και στην διδασκαλία των Αγίων. Είναι συνηλικιώτης με την δημιουργία αφού είναι το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί τον άνθρωπο, με την έννοια του «αυτεξουσίου» από την υπόλοιπη άλογη κτίση.

Ίσως η αναφορά με τόσο κατηγορηματικό τρόπο του Αποστόλου Παύλου στις σαρκικές αμαρτίες να του προσμαρτυρεί τον επιθετικό προσδιορισμό του «πουριτανού», λαμβανομένης υπ’  όψιν της περιρρέουσας ατμόσφαιρας της ελευθεριότητας των ηθών. Ίσως να βλέπουμε τα λόγια του, τις συμβουλές του από την οπτική γωνία του Χριστιανισμού τον έξω της ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Στους Δυτικούς που με νομικό πνεύμα θέλουν να  τον ερμηνεύσουν παριστάνοντας τον Θεό όχι σαν εύσπλαχνο πατέρα που σέβεται το «αυτεξούσιον» των παιδιών του, αλλά σαν αδέκαστο κριτή που κρίνει και κατακρίνει για να είναι σύμφωνος με το νόμο, και τον τύπο που σκοτώνει την ουσία.

Αντίθετα η ορθόδοξη εκκλησία μας, μεγάλους αμαρτωλούς, πολλούς κολασμένους τους κατέταξε στη χορεία των αγίων, βλέπε οσία Μαρία η Αιγυπτία, γιατί βάζει σαν κριτήριο αγιότητας όχι αποκλειστικά και μόνο το πόσο επιρρεπείς ήταν στην ανθρώπινη αδυναμία αλλά το πόσο με υπομονή και επιμονή αντιστάθηκαν σε όλα εκείνα που τον απομακρύνουν από την προσκόλλησή του στο Θεό και το θέλημά του και αυτό το εκτιμά ανάλογα.

Αν και διαφαίνονται από την φρασεολογία του Αποστόλου ίχνη απολυτότητας, όμως διακρίνεται πίσω απ’ αυτήν μια προειδοποίηση για το αδέκαστον τέλος της ψωνιζόμενης αμαρτίας, η οποία τελικά καταλήγει σε δουλεία. Η προειδοποίηση έχει μέσα της το στοιχείο της αγωνίας και της αγάπης Του μήπως τελικά η λαθεμένη προαίρεσις ακυρώνει το πρωταρχικόν «εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», το «λογικόν και αυτεξούσιον». Όταν λέγει «όλα τα μπορώ αλλά δεν με συμφέρουν όλα» αναφέρεται στην αυτοδέσμευσή του και όχι στην απ’ έξω επιβαλλόμενη έμμεση ή άμεση δέσμευση. Η αυτοδέσμευση είναι πράξη ηρωισμού, είναι προσπάθεια όπως αυτή ανατέθηκε στους πρωτόπλαστους να εργάζονται και να φυλάσσουν τον παράδεισο μέσα στον οποίο ζούσαν και όχι να τον μεταβάλλουν όπως μετέβαλαν με την λαθεμένη τους προαίρεση η οποία τελικά κατέληξε σε μη συμφέρουσες λύσεις.

Η ελευθερία της προαίρεσης, η επιπολαιότητα με την οποία ο πρώτος Αδάμ έκαμε χρήση και ζήτησε το επιβάλλον μέρος της ουσίας του, όπως συμβαίνει και στη ζωή να ζητάμε το επιβάλλον μέρος των της σαρκός, τελικά καταλήγει σε δρόμους δυσκολεμένους με ιδρώτα, αγκάθια και τριβόλους.

Το θέμα είναι αν έστω στο παρά πέντε αναλογισθούμε σαν τον άσωτο γιο της παραβολής, συναισθανθούμε πως είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε το «βόσκειν χοίρους» ή το «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου».

Για το ποιο είναι το συμφέρον, είναι θέμα προσωπικής επιλογής, γιατί όλα είναι στο χέρι μας να τα κάνουμε, αλλά το θέμα είναι αν όλα μας συμφέρουν.

                                           ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.