γράφει ο

Βασίλης Μυλωνάς

 

Γεια σου κυρ’ Χατζηδάκη μου, ποτέ να μην πεθάνεις,

αφού απ’ τα ανέλπιστα, πλούσιο θα με κάνεις!

 

Τέτοια κουβέντα, υπουργέ, δεν έχω ξανακούσει,

καιρός τώρα κάθε φτωχός, με μύρα να σε λούσει!

 

Αν δείξουμε, κύριε Κωστή, μας λες, φοροφυγάδες,

τζουπ, θα χωθούν στην τσέπη μας, μέχρι και τρεις χιλιάδες!

 

Μα, ποιος θεός σε φώτισε τη σκέψη σου ετούτη,

που στο εξής θα κολυμπώ κι εγώ μέσα στα πλούτη;

 

Φοροφυγάδες δω κι εκεί κι εγώ στρατιές γνωρίζω

και με την ευλογία σου, να δεις, θα τους ξυρίζω!

 

Προχθές πήγα κι αγόρασα, ένα κοτοσουβλάκι

κι απόδειξη δεν μου δωσαν, κύριε Χατζηδάκη!

 

Ένα κουμπί μού έραψε, τις άλλες ένας ράφτης

μαύρο το πήρε το ποσόν, λάτρης κι αυτός απάτης!

 

Κι εκείνος ο ποδηλατάς, μού φούσκωσε μια ρόδα,

στη ζούλα τα κονόμησε, πάει θα βουλιάξει η χώρα!

 

Πριν ένα μήνα έπαθα, τα ίδια στον τσαγκάρη,

μα ο νόμος σου δεν είχε βγει, γι’ αυτό είχε τη χάρη!

 

Μα, πού είσαι, υπουργάρα μου, αυτοί κλέβουν το κράτος,

αλλά από μένα θα το βρουν και θα τους βγει ο πάτος!

 

Τα μάτια δεκατέσσερα, θα τα ’χω όπου πάω

κι αν βλέπω καμιά ζαβολιά, θα σού τηλεφωνάω!

 

Αλλά σού βάζω, υπουργέ, τώρα κι εγώ έναν όρο,

το…μπόνους προκαταβολή κι ύστερα επ’ αυτοφώρω!

 

Θα έρχεται η ΑΑΔΕ, αλλά για να τους «δείξω»,

πρώτα το μασουράκι μου, στο χέρι μου να σφίξω!

 

Αλλιώς δεν έχει…κάρφωμα, το «εθνικό καθήκον»,

γιατί αν δουλεύω βερεσέ, μηδέν εις το πηλίκον!

 

Έτσι, κι εγώ θα βολευτώ, κύριε Χατζηδάκη,

γιατί απ’ τις πέντε του μηνός, δεν έχω παραδάκι!

 

Ίσως πάρω πετρέλαιο κι άλλο να μην παγώνω,

ίσως και κανένα κρασί, να πίνω…κι ας καρφώνω.

 

Και στο υπόσχομαι, υπουργέ, ας είν’ ο γείτονάς μου,

ας είναι ο κουμπάρος μου και…ο γιος της μαμάς μου!

 

Γιατί με καταντήσατε, κουρέλι και ζητιάνο,

που η σύνταξη δεν ξεκολλάει, να πάει παραπάνω!

 

Την κόψατε εκατό φορές, άραγε, τις μετράτε;

Να σας κοπεί η όρεξη, όταν πάτε να φάτε!

 

Μας τρέλανε η αγορά, κύριε Χατζηδάκη,

τώρα με το γραμμάριο, παίρνουμε το λαδάκι!

 

Κοτόπουλο, κρέας κι αβγά, στη χάση και στη φέξη,

αλλά κανένας υπουργός, δε λέει πως έχει φταίξει!

 

Η ακρίβεια είν’ «εξωγενής», όλοι σας τσαμπουνάτε,

μα ανοίξατε τα μάτια σας, σ’ άλλες χώρες που πάτε;

 

Που οι μισθοί είναι πιο ψηλά και οι τιμές πιο κάτω

κι εδώ τα πάντα ακριβά και οι μισθοί στον πάτο;

 

Μα εντάξει, υπουργάρα μου, εσύ έδωσες τη λύση,

ας γίνει ο φτωχός καρφί, αν θέλει για να ζήσει!

 

Ας το σκεφτεί κι ας λογισθεί, ο έχων νουν και ώτα,

ντροπή, πια, να μιμούμαστε, τα χουντο-καθεστώτα!

 

Να χαίρεσαι την έμπνευση, που…μού θυμίζει μπότες

καθώς και τις αγέλες σου, τους πρόθυμους προδότες!

 

Κυρ’ Χατζηδάκη τ’ αναιρώ, όσα σού ’πα πιο πάνω,

κάλλιο να τρώω ξερό ψωμί, τον χαφιέ δεν κάνω!

 

Κι ο Διογένης έτρωγε, φακές όταν πεινούσε,

αλλά κανέναν άρχοντα κι αυτός δεν προσκυνούσε!