γράφει ο Χρήστος Καραγιαννίδης

βουλευτής Δράμας του ΣΥΡΙΖΑ

 

 

Με αφορμή την διαφοροποίηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, ακούγεται και γράφεται συνέχεια τις τελευταίες μέρες  ότι όσοι κι όσες καταψηφίζουν, ή, να το πω καλύτερα, δεν υπερψηφίζουν στην ολομέλεια της βουλής τα προαπαιτούμενα για την έγκριση του πακέτου της χρηματοδότησης, παίρνουν το ρίσκο να ρίξουν την πρώτη κυβέρνηση της αριστεράς στη χώρα.

 

Η κριτική αυτή, στο όνομα της αριστεράς μάλιστα, αδικεί ταυτοτικές αξίες που για χρόνια η αριστερά αγωνίστηκε να εφαρμόσει στο εσωτερικό της, αλλά και να διαπαιδαγωγήσει με αυτές πολιτικά υποκείμενα στην διαλεκτική των επιχειρημάτων και των θέσεων. Η ποινικοποίηση, μάλιστα, της διαφορετικής άποψης μας πάει ένα βήμα παραπέρα: στη συρρίκνωση της εσωτερικής δημοκρατίας στο κόμμα και στην αναβίωση ιστορικών στιγμών της αριστεράς που οι περισσότεροι θα θέλαμε να ξεχάσουμε.

 

Κάτι τέτοιο συνέβη το βράδυ της περασμένης Τετάρτης και διέλυσε συνειδήσεις και ψυχολογίες ενόψει της επικείμενης ψηφοφορίας. Για αρκετούς κι αρκετές από εμάς, μας έφτασε στο όριο της παραίτησης συνολικά από την προσπάθεια για μια στρατηγικού τύπου κοινωνική αλλαγή. Κι αυτό ίσως, δεν είμαι σίγουρος, απαντά στο γιατί ψηφίσαμε με διαφορετικό τρόπο εκείνο το βράδυ, άνθρωποι που έχουμε κοινές πολιτικές συντεταγμένες.

 

Το αστείο και τραγικό ταυτόχρονα είναι ότι την μεθοδολογία αυτή ακολούθησαν οι εκβιαστές πιστωτές όλο το προηγούμενο διάστημα στις διαπραγματεύσεις με τον πρωθυπουργό και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Κανείς και καμία από εμάς, όμως, δεν κατηγόρησε τη διαπραγματευτική μας ομάδα για την σκληρή της στάση και για την άρνησή τους να υπογράψουν, σε όλη την πορεία των διαπραγματεύσεων, κοινωνικά άδικα και οικονομικά υφεσιακά μέτρα. Κι ας μας οδηγούσαν ολοένα και πιο κοντά στο αδιέξοδο, λόγω της οικονομικής ασφυξίας που θα έφτανε κοντά στο φάσμα της άτακτης χρεοκοπίας.

 

Δεν κάναμε κριτική σε αυτή τη διαπραγματευτική τακτική γιατί θεωρούσαμε, κι ακόμη θεωρούμε, πως μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να επαναλάβει την ίδια λαθεμένη στρατηγική. Λάβαμε, όμως, κάποια μέτρα για να αντιμετωπίσουμε την παρούσα κατάσταση; Οργανώσαμε κάποιο σχέδιο για να απαντήσουμε στην απειλή; Μιλήσαμε, στις κοινωνικές τάξεις που εκπροσωπούμε, για το ενδεχόμενο ακόμα και «ατυχήματος», και τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό;

 

Οι δικές μου απαντήσεις, που μπορεί να είναι πέρα για πέρα λανθασμένες, είναι πως όχι, δεν το κάναμε. Δεν οργανώσαμε ένα συνεκτικό σχέδιο που θα απαντούσε στην περίπτωση που όλα θα πήγαιναν στραβά, όπως κι έγινε στην προκείμενη περίπτωση.

 

Και τώρα το δίλημμα φαντάζει αμείλικτο: «χρεοκοπία ή μνημόνιο». Και η συνέχεια είναι γνωστή από την εμπειρία των τελευταίων πέντε  χρόνων: μπροστά στην ολοκληρωτική καταστροφή ο κόσμος απαντά με μια φωνή, «μνημόνιο». Μόνο που, κατά την προσωπική μου άποψη, δεν είναι έτσι. Ακόμα περισσότερο, είναι ακριβώς αυτή η απάντηση που θα κάνει την αριστερά πραγματικά παρένθεση για τα επόμενα πολλά χρόνια. Η ενσωμάτωση της λογικής της λιτότητας, μέσα από την οποία θα φτάσουμε κάποια στιγμή στην ανάπτυξη και την ευημερία, μεταλλάσει όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την ιδεολογία του. Αντιστρέφει με λογικοφανή τρόπο την πορεία μιας μοναδικά επιτυχημένης προσπάθειας αριστερού κόμματος να φτάσει στη κυβερνητική εξουσία και να ρηγματώσει το τείχος της νεοφιλελεύθερης ύβρεως που φάνταζε αδιάσπαστο ως τα τώρα.

 

«Και τι να κάνουμε;», είναι η μόνιμη επωδός όσων δεν βλέπουν άλλη λύση. Η πρώτη και εύκολη απάντηση είναι ότι κάνουμε όσα δεν κάναμε ως τώρα. Αλλά κι εδώ έρχεται γρήγορα η απογοήτευση, βλέποντας τον Πανούση ακλόνητο στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, για να αναφέρω ένα μικρό αλλά σημαντικό παράδειγμα της μη θέλησης για αριστερή στροφή.

 

Η δύσκολη απάντηση εμπεριέχει και δύσκολες αποφάσεις, που, όμως, είναι απαραίτητες για ένα αριστερό κόμμα. Καταρχήν, την ενεργοποιήση των συλλογικών διαδικασιών και την απάντηση με άλλο σχέδιο στα ερωτήματα της εκβιαστικής καταστροφής που σημαίνει η άτακτη χρεοκοπία. Σε όσο χρονικό διάστημα απομένει, οργάνωση της απεμπλοκής μας από την ευρωζώνη, και ανοιχτή σύνδεση κι επικοινωνία με τις κοινωνικές μας εκπροσωπήσεις, ώστε να επανακτήσουμε την επαφή με τα κοινωνικά στρώματα που θα είναι περισσότερο ευάλωτα στους καιρούς που έρχονται.

 

Βασική προϋπόθεση για τα παραπάνω, βέβαια, είναι η υιοθέτηση της ανάλυσης που λέει πως τούτη η συμφωνία έχει κοντά ποδάρια: ότι θα μας οδηγήσει, αρχικά σε νέο αδιέξοδο, και εν συνεχεία σε νέα, χειρότερη συμφωνία και νέο, χειρότερο μνημόνιο. Αν δεν υπάρχει αυτή η παραδοχή, τότε μπορείτε να ξεχάσετε όσα διαβάσατε ως εδώ.

 

Να κλείσω όπως άρχισα. Αυτές τις ώρες οι κριτικές μπορεί να λαμβάνουν όρους πολεμικής αντιπαράθεσης: αυτό όμως δεν θα μας ωφελήσει, ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μακροπρόθεσμα. Την ενότητα στην κρίση μπορούμε να την διαφυλάξουμε, αν υπάρχει νηφαλιότητα και διάθεση διαλόγου και σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων. Το κυνήγι μαγισσών κι η εύκολη ένταξη συντρόφων και συντροφισσών σε «προδότες», «αναχωρητές», κι άλλες ευγενικές εκφράσεις που με μεγάλη ευκολία εκστομίζονται εκατέρωθεν είναι η χρυσή συνταγή για την διάσπαση και την τελική διάλυση ενός εγχειρήματος που έχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει.

 

Δεν διεκδικώ την μοναδική αλήθεια του ειδήμονα, μιας κι απέχω έτη φωτός από αυτήν την ιδιότητα. Προσπαθώ όμως να απαντήσω, όσο μπορώ, σε ερωτήματα που μου θέτουν φίλοι-ες και σύντροφοι-ισσες σε αυτό το μικρό διάστημα από την ψήφιση της προηγούμενης Τετάρτης. Και πιστεύω ότι τίποτα δεν τελείωσε, τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμα. Καλό αγώνα σε όλους κι όλες.